πελέκεσσιν

πελέκεσσιν
πέλεκυς
axe
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφάγιος — ία, ον, Α [σφαγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή 2. φονικός 3. (κατ επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία (κατά τον Ησύχ.) «σφαγία ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα» 5. το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”